3 Κεφάλαια

EΛΛHNIKH ΛOΓOTEXNIA
NIKHTAΣ TEPZHΣ
Oι περιπέτειες του 'Ασερ, του Φρουντ,
του Mπόναμ
ΣEIPA: EΛΛHNIKH ΛOΓOTEXNIA
ΔIEYΘYNΣH: XPIΣTINA ΓIATZOΓΛOY
Διόρθωση: Xριστίνα Mανταίου
Σχεδίαση εξωφύλλου: Δημήτρης Aρβανίτης
Tίτλος πρωτοτύπου: ΤHE ΕDGE OF ΟBLIVION
Mετάφραση: Mαρία Φωστιέρη
Copyright © 2004 «EΛΛHNIKA ΓPAMMATA» -
NIKHTAΣ TEPZHΣ
για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο
H πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας
απαγορευτικής των προσβολών της. Eπισημαίνεται πάντως ότι κατά το N. 2387/20 (όπως έχει
τροποποιηθεί με το N. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Bέρνης (που έχει
κυρωθεί με το N. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης
και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά
ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.
Eκδόσεις «EΛΛHNIKA ΓPAMMATA A.E.»
Eμμ. Mπενάκη 59, 106 81 Aθήνα. Tηλ. 210 3891800 - fax: 210 3836658
web: www.ellinikagrammata.gr
Bιβλιοπωλεία
. Γ. Γενναδίου 6, 106 78 Aθήνα. Tηλ.-fax: 210 3817826
. Xρ. Λαδά 9A, 105 61 Aθήνα. Tηλ.: 210 3234797, 210 3233628
. Στοά Oρφέως, Στοά Bιβλίου, Πεσμαζόγλου 5, 105 59, Aθήνα. Tηλ.: 210 3211246
Kεντρική διάθεση
. Zωοδ. Πηγής 21 & Tζαβέλλα 1, 106 81 Aθήνα. Tηλ.: 210 3302033 - fax: 210 3817001
. Mοναστηρίου 183, 54 627 Θεσσαλονίκη. Tηλ.: 2310 500035 - fax: 2310 500034
. Mαιζώνος 1 & Kαρόλου 32, 262 23 Πάτρα. Tηλ.: 2610 620384 - fax: 2610 272072

ISBN 960-406-830-X




NIKHTAΣ TEPZHΣ
OI ΠEPIΠETEIEΣ
TOY AΣEP, TOY ΦPOYNT,
TOY MΠONAM
Mυθιστόρημα

Yπάρχουν τρεις σφαίρες ή υπαρξιακές θέσεις
που μπορεί το άτομο να επιλέξει:
η αισθητική, η ηθική και η θρησκευτική.
ΣΟΡΕΝ ΚΙΕΡΚΕΓΚΟΡ
(1813-55)

Στον Oδυσσέα και τον Aδριανό

Kαι το βατραχάκι γλίστρησε

Tο βατραχάκι γλίστρησε μέσα από την παλάμη μου και εξαφανίστηκε κάτω από τα φύκια, στην εσοχή των βράχων. Αν είχα προλάβει να το φιλήσω, θα το είχα μεταμορφώσει σε πριγκίπισσα. Τώρα ήταν αργά!
Έριξα μια ματιά τριγύρω. Πάνω στην κάτασπρη άμμο, το ξαπλωμένο κορμί της μητέρας μου έμοιαζε νεκρό. Μετακινήθηκα από τους βράχους προς την αμμουδιά, κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο ακίνητο κορμί, μέχρι που εξαφανίστηκε.
Ένα κύμα δέους και τρόμου με πλημμύρισε, όμως κατάφερα να το συγκρατήσω κι άρχισα να προχωρώ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και μέσα από τα ξεχτένιστα μαλλιά μου, ένιωθα τον ιδρώτα να ρέει στο μέτωπό μου. Τον ένιωθα να κυλά στο έδαφος, σταγόνα σταγόνα σαν αίμα, αφαιρώντας μου δυνάμεις. Ξάφνου, τα πόδια μου άρχισαν να βυθίζονται στην άμμο και έπειτα από μερικά βήματα, τα δάχτυλά μου παγιδεύτηκαν ανάμεσα στα υγρά βότσαλα και τα χαλίκια. Ένα σμήνος γλάρων κατευθυνόταν προς το μέρος μου σκούζοντας, τσιρίζοντας και ουρλιάζοντας, έτσι που δεν άντεχα άλλο να τους ακούω. Το κύμα βρυχιόταν κι έσπαζε στα πόδια μου, σφυρίζοντας κι αφρίζοντας στην προσπάθειά του να με απωθήσει. Όμως εγώ συνέχιζα να προχωρώ. Να προχωρώ προς την άλλη μεριά του κόλπου, εκεί όπου βρισκόταν ένα παράξενο κινούμενο πλάσμα. Τι να ήταν άραγε; Κάτι καλό; Κάτι κακό;
Έπρεπε να μάθω!
Ξαφνικά βρέθηκα εκεί, λες κι ό,τι είχε προσπαθήσει να με αναχαιτίσει, απέτυχε. Και τότε είδα τη λάμψη του μαχαιριού και τον απαίσιο αιμοβόρο μορφασμό, καθώς το μαχαίρι βυθιζόταν βαθιά. Και το αίμα τινάχτηκε πάνω μου παντού. Κι εγώ σκούπισα το πρόσωπό μου με αηδία. Κι ύστερα το αλλόκοτο πλάσμα χωρίστηκε στα δυο, και το αποκρουστικό μέρος κινήθηκε προς εμένα, στάζοντας αίμα από το σαρκοβόρο στόμα του.
Αν ήταν άνθρωπος ή ζώο, δεν μπορούσα να το διακρίνω. Το μόνο που ξεχώριζα ήταν το κακό να αντικατοπτρίζεται μέσα στα μάτια του, την έκφραση της απειλής στο πρόσωπό του. Όμως δεν έκανα πίσω, γιατί ήξερα πως όλο το σύμπαν είχε στηρίξει τις ελπίδες του σ' εμένα για εκδίκηση. Για την εκδίκηση αυτού που φάνταζε σαν το άλλο μέρος του κινούμενου πλάσματος, αλλά ήταν απλά ένα βατραχάκι. Το αθώο βατραχάκι, που λίγο πριν είχε γλιστρήσει από την παλάμη μου και τώρα κείτονταν εκεί, νεκρό!
Το αποκρουστικό πλάσμα ολοένα πλησίαζε κι ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, μέχρι που έγινε νύχτα. Η ακμή του μαχαιριού πέρασε ξυστά και τότε είδα τα τριχωτά δάχτυλα που το κρατούσαν και το αίμα ανάμεσα στο δέρμα και τα νύχια. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος, αντικρίζοντας μονάχα ασχήμια. Ύστερα, σαν κάποια ουράνια δύναμη να μου χάρισε το σθένος, άρπαξα με τα χέρια μου το λαιμό του πλάσματος και τον έσφιξα δυνατά!
Το μαχαίρι ξέσκιζε τώρα το σώμα μου, αλλά δεν έδινα καμιά σημασία στον πόνο. Έσφιγγα, μέχρι που οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου άσπρισαν, μέχρι που είδα την πανσέληνο στα γυάλινα μάτια του τέρατος, το σάλιο να στάζει από το μισάνοιχτο στόμα του. Κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει, «Πέθανε, φονιά, πέθανε», μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου. Και τότε τα χτυπήματα από το μαχαίρι χαλάρωσαν και το μαχαίρι τραγούδησε καθώς έπεφτε και χτυπούσε στα βράχια. Και τα γυάλινα μάτια του τέρατος γύρισαν ανάποδα. Κι η γλώσσα πετάχτηκε έξω αφήνοντας ένα γρύλισμα. Και το σώμα του μεταμορφώθηκε πρώτα σε σώμα ανθρώπινο, κι ύστερα κατέρρευσε, νεκρό!
Εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη μοναδική στιγμή, ήμουν ο αδιαμφισβήτητος νικητής, ο απόλυτος εξουσιαστής. Περηφάνια, χαρά και μια αίσθηση δόξας με κατέκλυζαν. Κι η επιθυμία μου ήταν αυτή η στιγμή, τα αισθήματα αυτής της στιγμής, να διαρκέσουν για πάντα. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.
Και τότε ξύπνησα.
'Ανθρωπος δίχως όνομα

Aυτό δεν ήταν συνηθισμένο ξύπνημα από εφιάλτη. Δε σάλεψα ούτε ούρλιαξα ούτε τινάχτηκα πάνω. Ήταν μια αργή διαδικασία επαναφοράς, παρόμοια με την ανάκτηση των αισθήσεων έπειτα από σύντομη χειρουργική επέμβαση. Μια αργή διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας οι αισθήσεις επανέρχονται σταδιακά, από τη σύγχυση τού πριν στην ηρεμία τού τώρα.
Πρώτα άλλαξαν οι ήχοι. Το τραγούδι του μαχαιριού και το γρύλισμα του τέρατος εξαφανίστηκαν. Ο δυνατός χτύπος δεν προερχόταν από την καρδιά μου, αλλά από μια μακρινή μηχανή ντίζελ. Το σκούξιμο των άγριων γλάρων έγινε κρώξιμο κοινών γλάρων κι ο βρυχηθμός των κυμάτων δεν ήταν παρά ο επαναλαμβανόμενος παφλασμός της θάλασσας. Άρχισα σιγά σιγά να ανακτώ τις αισθήσεις μου. Τα γυμνά μου πόδια ήταν απλωμένα, το ένα στην άμμο, το άλλο στα βότσαλα. Δυνατά τσιμπήματα πόνου διαπερνούσαν ολόκληρο το σώμα μου. Τα μπράτσα μου είχαν αγκαλιάσει ένα αντικείμενο και τα δάχτυλά μου πίεζαν κάτι σαν σωλήνα. Ένιωθα φως να φτάνει στα μάτια μου και τα άνοιξα αργά.
Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε μια παραλία με βότσαλα και άμμο, κάτω από μια κόκκινη σεζλόνγκ, με μια ριγέ κόκκινη ομπρέλα από πάνω. Τα πόδια μου, όσο περίσσευαν από τη σκιά της ομπρέλας, είχαν τσουρουφλιστεί από τον ήλιο, και τα πετραδάκια που προεξείχαν μέσα από την άμμο είχαν κάνει σημάδια στο κορμί μου. Τα χέρια μου αγκάλιαζαν ένα από τα πόδια της σεζλόνγκ. Δε σκόπευα να τη στραγγαλίσω, απλώς κρατιόμουν απ' αυτήν. Πρέπει να είχα αποκοιμηθεί, να στριφογύρισα στον ύπνο μου και να έπεσα. Μετά είχα αναχωρήσει προς συνάντηση του τέρατος. Τέντωσα το πιασμένο μου σώμα, ξαναξάπλωσα στην κόκκινη σεζλόνγκ και τότε αντίκρισα το τέρας, λίγο πιο κει.
Δεν ήταν τέρας. Ήταν ένας τριχωτός άντρας με γυαλιά, ξαπλωμένος κάτω από τον ήλιο. Στα γυαλιά ηλίου που φορούσε αντανακλούσε ο ήλιος. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν πλάι από το μισάνοιχτο στόμα του και στο χέρι του κρατούσε ένα ασημί κουτάκι μπίρας. Τα δάχτυλά του είχαν αμυχές και μελανιές και τα νύχια του ήταν βρόμικα και σπασμένα. Ήταν άσχημος, αλλά όχι και τερατώδης. Τίποτα περισσότερο από έναν οικοδόμο ή κηπουρό, ή ίσως ακόμα και μηχανικό αυτοκινήτων που μαύριζε στην παραλία.
Η εικόνα ήταν μαγευτική. Ο ήλιος έλαμπε πάνω σ' έναν ανέφελο ουρανό κι η θάλασσα, ένα βαθύ μπλε που έσβηνε στην καθαρή γραμμή του ορίζοντα. Τα πευκοντυμένα βουνά κατηφόριζαν ακανόνιστα προς τη θάλασσα, καταλήγοντας σε απότομους βράχους, φαγωμένους από το κύμα. Οι βράχοι δεν ήταν ομαλοί. Παράξενα χάσματα και σχισμές χαράζονταν στο σώμα τους και, πιο χαμηλά, ανοίγονταν θαλασσοσπηλιές. Η γραμμή του νερού σχημάτιζε μια μακριά καμπύλη, όπου το μπλε της θάλασσας χάιδευε ακούραστα το λευκό της άμμου με τρυφερά αγγίγματα. Μια σειρά από ομπρέλες ακολουθούσε παράλληλα τη γραμμή της θάλασσας. Βέβαια, υπήρχαν και άνθρωποι. 'Ανθρωποι ξαπλωμένοι κάτω από τις ομπρέλες και άνθρωποι που μαύριζαν αφημένοι ολοκληρωτικά στον ήλιο. Mόνοι ή σε ζευγάρια, που διάβαζαν ανέμελα, σιγοκουβέντιαζαν, απολάμβαναν το μεταλλικό ήχο του γουόκμαν ή απλά κάθονταν εκεί, με καρφωμένο το βλέμμα στο απέραντο γαλάζιο. Πίσω μου, η άμμος ανηφόριζε μέχρι να συναντήσει τα πεύκα και τους θάμνους ενός φροντισμένου κήπου. Μισοκρυμμένη μέσα στο πράσινο, υψωνόταν μια κομψή κατασκευή με κεραμίδια.
Ο ήχος από τη μηχανή ντίζελ δυνάμωνε συνέχεια, μέχρι που κάλυψε τον παφλασμό του κύματος, κάνοντας τους ανθρώπους να σαλέψουν. Ήταν ένα καΐκι που προκαλούσε το θόρυβο. Ένα καΐκι στ' ανοιχτά με κατεύθυνση προς την ακτή. Είχε το βαρκάρη στην πρύμη και καμιά δωδεκαριά άτομα κάτω από τη σκιά μιας τέντας. Χωρίς καθυστέρηση, ένα ζευγάρι μάζεψε βιαστικά τα λιγοστά πράγματά του και κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου επρόκειτο να πιάσει το πλεούμενο. Δύο άντρες βρίσκονταν ήδη εκεί. Σύντομα οι στροφές της μηχανής έπεσαν στο ρελαντί, η πλώρη βρήκε στην άμμο, κι ακούστηκε ένας γδούπος. Οι τέσσερις μπήκαν στο νερό μέχρι το γόνατο και σκαρφάλωσαν στο καΐκι.
«Έι, περιμένετε!»
Ήταν η κραυγή μιας κοπέλας που ερχόταν τρεχάτη από τη μεριά του κήπου. Έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, δίνοντας την εντύπωση πως δεν κατέβαλλε καμιά προσπάθεια, ακόμα κι όταν τα πόδια της βυθίζονταν στην άμμο. Ο ήχος της μηχανής δυνάμωσε και το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται. Όμως, ένα ζευγάρι κάτω από την τέντα φάνηκε ανήσυχο, κάποια χέρια έδειξαν προς την πλευρά της ακτής κι ο βαρκάρης άλλαξε ρότα. Το κορίτσι με περιέλουσε με άμμο καθώς πέρασε από δίπλα μου για να φτάσει στο νερό. Συνέλαβα φευγαλέα την εικόνα μιας ωραίας κοπέλας, που έμοιαζε τέλεια από την κορυφή ως τα νύχια. Ίσως όμως έτρεχε πολύ γρήγορα για να προλάβω να παρατηρήσω τις μικρές ατέλειες που διέψευδαν την τελειότητα. Γιατί, δυστυχώς, κάτι έλειπε. Ένα ζεύγος από κάτι. Όχι ότι απουσίαζαν εντελώς, ήταν όμως πολύ μικρά. Αλλά ίσως και να είχα κάνει λάθος. Μπορεί και να μην ήταν και τόσο μικρά. Σίγουρα όμως δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Κανονικά θα έπρεπε ν' αναπηδούν, δίνοντας στη δρασκελιά της τον αισθησιασμό που της έλειπε. Θα έπρεπε να επιβραδύνουν την κίνησή της, κάνοντάς την περισσότερο γυναίκα και λιγότερο δρομέα.
Ο άντρας που είχα μεταμορφώσει σε τέρας με κοίταξε με νόημα. Παρότι φορούσε γυαλιά ηλίου, μπορούσα να συλλάβω την έκφρασή του και να διακρίνω το χαμόγελό του. Ήθελε αντροκουβέντα.
«Σ' άρεσε, ε;»
«Λιγάκι».
«Λιγάκι; Νόμισα πως θα τρέξεις ξοπίσω της μέχρι την Απέλλα».
«Μακρινή χώρα;»
«Η παραλία των γυμνιστών, λίγο πιο κει. Αλλά εσύ πρέπει να 'σαι καινούργιος εδώ πέρα».
Το κορίτσι είχε μπει βιαστικά στο καΐκι που άρχισε να απομακρύνεται.
«Είναι όμως ωραία κοπέλα, ε;» είπα.
«Σίγουρα, αλλά όχι και να τρέχω μέχρι την Απέλλα, μόνο και μόνο για να τη δω. Βλέπεις», χασκογέλασε, «αυτό που θα δω απ' τη μέση και πάνω δεν είναι και τόσο συναρπαστικό. Κι αυτό που αξίζει απ' τη μέση και κάτω, δε θα μπορώ να το αγγίξω».
Γέλασα.
«Είπαμε έχει μικρό στήθος. Μπορεί όμως να 'χει άλλα χαρίσματα».
«Τι να τα κάνω τα χαρίσματα; Ήμουν παντρεμένος με μια γυναίκα με μικρό στήθος και άλλα χαρίσματα, έτσι ακριβώς όπως το λες, για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Αυτό το χόρτασα. Τώρα θέλω κάτι διαφορετικό, κάτι παραπάνω, αν μπορείς να με συλλάβεις».
«Δεν είναι και τόσο κακό να 'χει κάτι λιγότερο», είπα.
«Κακό; Απαίσιο! Ξέρεις τι παθαίνουν τα μεγάλα στήθη, όταν η γυναίκα ξαπλώνει ανάσκελα;»
«Γίνονται επίπεδα».
«Ακριβώς. Πόσο μάλλον τα μικρά. Αυτά εξαφανίζονται. Kαι χειρότερα. Υποχωρούν, γίνονται σαν κρατήρες ηφαιστείου. Άντε μετά να τα πιάσεις».
«Σίγουρα υπερβάλλεις».
«Σίγουρα όχι. Είναι... πώς να σου το πω να με καταλάβεις; Είναι σαν να χουφτώνεις αφαλό!»
Έκανα μια γκριμάτσα.
«Στερνή μου γνώση...» συνέχισε. «Φίλε μου, ξέρω, γιατί έχω καεί. Είσαι καινούργιος εδώ, ε;»
Δεν ήμουν ζαλισμένος, αλλά μες στο κεφάλι μου υπήρχε ένα κενό.
«Έτσι νομίζω».
«Το φαντάστηκα. Εσένα δε σ' έχω ξαναδεί εδώ γύρω. Πρέπει να ήρθες σήμερα το πρωί με τη μάνα σου».
Έξυσα το κεφάλι μου.
«Τη μάνα μου;»
«Ναι, εκείνη την κομψή κυρία με τ' ακριβά ρούχα. Να σου πω κάτι, φιλαράκο; Φαίνεται να 'χει τρόπους, ξέρει να φέρεται. Στα νιάτα της θα ήταν σπουδαία!»
Μα τι μου συνέβαινε;
«Πού να θυμάμαι», είπα, «πάνε χρόνια».
«Ίσως έχεις δίκιο. 'Αντε να καταλάβεις αν η μάνα σου είναι ωραία, αν είσαι βέβαια νορμάλ, με πιάνεις;»
Δε μίλησα.
«Αλλά μάνα σου είναι, έτσι;»
Ήταν; Και πότε είχα έρθει; 'Αρχισα να σηκώνομαι.
Το τέρας με κοίταξε έκπληκτο.
«Φίλε μου, φεύγεις; Νόμισα πως είχες διάθεση για κουβέντα. Είμαι ο Φρανκ Τίτλερ».
Είχα φτάσει στα όρια της αντοχής μου.
«Συγγνώμη, κάτι θυμήθηκα και πρέπει να βιαστώ», του είπα.
'Αρχισα να απομακρύνομαι γρήγορα, δίχως να ξέρω πού πάω.
Φυσικά είχα πει ψέματα πως κάτι θυμήθηκα. Η αλήθεια ήταν ακριβώς το αντίθετο: δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτε απολύτως. Δε με ενοχλούσε που δεν ήξερα πού είναι η Απέλλα. Αυτό θα μπορούσα να το έχω ξεχάσει. Αλλά δε συγχωρούσα τον εαυτό μου που αγνοούσε αν η γυναίκα που συνόδευα ήταν η μητέρα μου. Και το χειρότερο, δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε είχα έρθει στην παραλία και σε ποιο μέρος βρισκόταν αυτή η παραλία.
Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά ήταν πραγματικά αδύνατον να θυμηθώ οτιδήποτε σχετικά μ' εμένα. Δε θυμόμουν πού έμενα, τι είδους δουλειά έκανα, αν είχα οικογένεια. Κι όπως βάδιζα προς το πουθενά, ένα πράγμα γινόταν ολοφάνερο: πως η μνήμη μου έφτανε ως εκεί που ξεκινούσε το όνειρο με το βατραχάκι που γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου. Το μόνο που μπορούσα να θυμηθώ ήταν τι είχε συμβεί στον εφιάλτη, τη μαγευτική παραλία κι ένα σύντομο διάλογο. Ένα διάλογο που είχα διακόψει απότομα, μόλις το τέρας αποκάλυψε το όνομά του.
Εγώ αγνοούσα το δικό μου.

Ξένος σε ξένο τόπο

Φυσιολογικά, ξυπνάει κανείς από έναν εφιάλτη σε μια πραγματικότητα, ίσως πληκτική, πάντα όμως πιο καθησυχαστική.
Σ' εμένα τα πράγματα έγιναν ανάποδα!
Είχα δει ένα όνειρο με καλό τέλος κι αμέσως μετά ξύπνησα και βρέθηκα σ' έναν εφιάλτη που μόλις είχε αρχίσει. Κι όσες φορές κι αν τσιμπήθηκα εδώ κι εκεί, πόνεσα, όμως τίποτα δεν άλλαξε. Ήμουν ξύπνιος κι όλα ήταν πραγματικά!
Μια από τις αλήθειες της ζωής είναι ότι δεν επιλέγεις πότε θα γεννηθείς. Μπορεί να ανοίξεις τα μάτια σου στη Λίθινη Eποχή, στο μέσον της Αναγέννησης ή στην εποχή των διαγαλαξιακών ταξιδιών. Φυσικά, δε διαλέγεις ούτε πού θα γεννηθείς. Αν θα βρεθείς στις όχθες του Γάγγη ή στην ευχάριστη λιακάδα της Νότιας Καλιφόρνιας, δεν είναι γιατί το διάλεξες. Αλλά ούτε τ' άλλα στοιχεία που συγκροτούν εσένα τα επιλέγεις. Μπορεί να είσαι ψηλός ή κοντός, όμορφος ή άσχημος, υγιής ή φιλάσθενος, έξυπνος ή βλάκας, φυσιολογικός ή ανισόρροπος, λευκός ή μαύρος. Με λίγα λόγια, δε διαλέγεις ποτέ τι είσαι. Γεννιέσαι έτσι και πρέπει να ζήσεις και να το αποδεχτείς. Όσο και να σε προβληματίζει, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Ή θα ζήσεις μ' αυτό που είσαι ή δε θα ζήσεις καθόλου. Φοβερή επιλογή! Έτσι λοιπόν αναγκάζεσαι να αποδεχτείς αυτό που είσαι, στο μεγαλύτερο μέρος του. Όσο για το κομμάτι του εαυτού σου που δε σου αρέσει, υπάρχουν μονάχα δύο τρόποι να το χειριστείς. Μπορείς να προσπαθήσεις να πείσεις τον εαυτό σου πως δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα, αποδίδοντας κάποιες φανταστικές αρετές στα μειονεκτήματά σου. Αν τώρα δεν μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου, δηλαδή αν πράγματι δε σου αρέσει αυτό που είσαι, πάλι υπάρχει λύση. Δεν έχεις παρά να αποφασίσεις πώς θα ήθελες να είσαι και να προσπαθήσεις να πετύχεις το στόχο. Αυτό φέρνει την αλλαγή κι η αλλαγή μπορεί να σε κάνει από πένητα πλούσιο, να σε μετατρέψει από αδιάφορο σε ελκυστικό ή από τέρας σε άνθρωπο. Ενδέχεται να περάσεις όλη σου τη ζωή προσπαθώντας ν' αγγίξεις το στόχο σου. Ακόμα κι αν αποτύχεις, τουλάχιστον έχεις μάθει το τι είσαι. Έχεις την προσωπική σου ιστορία και μια εικόνα για τη θέση σου στον κόσμο, έστω και διαστρεβλωμένη. Αυτό δεν έχει σημασία, γιατί και για τους άλλους ισχύει το ίδιο. Μπορεί να φοράνε διαφορετικά παπούτσια, όλοι όμως φοράνε παπούτσια.
Εγώ ήμουν ξυπόλυτος!
Δεν είχα ιδέα για το πότε και το πού. Δεν ήξερα καν τι ήμουν. Αγνοούσα ακόμα και το πιο προσωπικό μου στοιχείο: το όνομά μου!
Ήταν τραγελαφικό. Η γνώση μου για τον κόσμο, τις χώρες και την ιστορία είχε διατηρηθεί. Γνώριζα, για παράδειγμα, τη θέση της Κίνας στην υδρόγειο. Λίγο-πολύ επίσης γνώριζα τις εξελίξεις, ότι δηλαδή διάγουμε μια περίοδο ευημερίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, μιλούσα αγγλικά, γεγονός που προσδιόριζε ότι προερχόμουν από κάποια αγγλόφωνη χώρα. Έμοιαζε ακόμα να είμαι επαρκής γνώστης των φυσικών επιστημών. Αλλά για μένα δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Ούτε την ηλικία μου ούτε τη μορφή μου. Κι όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να ξεδιαλύνω αν οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου και οι γνώσεις μου προέρχονταν από βιώματα ή από βιβλία και ντοκιμαντέρ.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τώρα την ψυχολογική κατάσταση που βρισκόμουν τότε. Συναισθήματα σε απίστευτη ένταση με κατέκλυζαν κι αποσύρονταν αστραπιαία. Πρέπει να κύλησε άπειρος χρόνος μέχρι να σταματήσω το φαύλο κύκλο των σκέψεων μου και να προσπαθήσω να αντιμετωπίσω το πρόβλημά μου. Είχα βουλιάξει σε μια βαθιά, απύθμενη άβυσσο γεμάτη παγωνιά και απομόνωση, όπου το μόνο που διέκρινα ήταν ένα ελάχιστο κομμάτι ουρανού. Όμως, ήταν αδύνατον να σκαρφαλώσω. Ούτε και να συρθώ με κάποιον τρόπο μέχρι πάνω. Έπρεπε απλά να ξεθάψω τον εαυτό μου απ' αυτό το λαγούμι με τα δυο μου τα χέρια. Ήταν κάτι εξαιρετικά επισφαλές, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος το άνοιγμα να καταρρεύσει και να θαφτώ εκεί για πάντα. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να ανακαλύψω ποιος ήμουν.
Βρέθηκα καθιστός σ' ένα παγκάκι, μέσα τον κήπο του κτίσματος που είχα διακρίνει από την παραλία. Υπολόγισα πως ήμουν ένας άντρας λεπτός, μεσαίου ύψους. Φορούσα ένα κλασικό σκούρο μπλε μαγιό και τίποτε άλλο. Το μαγιό είχε μια τσέπη που έκλεινε με φερμουάρ και που φανέρωνε ότι περιέχει ένα ογκώδες αντικείμενο. Την άνοιξα και το τράβηξα έξω.
Ήταν το κλειδί μιας πόρτας. Ήταν συνδεδεμένο με μια βαριά μεταλλική ταμπέλα που είχε ένα «18» χαραγμένο πάνω της. Έμοιαζε με κλειδί ξενοδοχείου. Το ξενοδοχείο βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα. Μάλλον είχα έρθει για διακοπές. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο στη μοναδική τσέπη, όμως αυτό ήταν αρκετό. Γιατί στο χέρι μου δεν κρατούσα απλά ένα κλειδί ξενοδοχείου, αλλά το κλειδί της ίδιας μου της ύπαρξης. Το κράτησα σφιχτά, σαν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα ποτέ αποκτήσει, και υποθέτω πως ήταν!
Ο ήλιος είχε αρχίσει να γλιστράει προς τα κάτω, βάζοντας τέλος στη μέρα. Διέσχισα τον κήπο περνώντας δίπλα από μια πισίνα και ακολούθησα το δρόμο προς το κομψό κτίριο.
Ο χώρος υποδοχής ήταν άνετος και διακριτικός. Υπήρχαν διάφορες ανακοινώσεις εδώ κι εκεί, οι περισσότερες σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Εντούτοις τα περίεργα γράμματά της μου φαίνονταν οικεία. Αναγνώριζα το "π" από τα μαθηματικά και το "θ" από τη γεωμετρία. 'Αρα, βρισκόμουν στην Ελλάδα!
Ο κορνιζαρισμένος χάρτης στον απομακρυσμένο τοίχο της ρεσεψιόν τράβηξε την προσοχή μου σαν μαγνήτης. Έδειχνε ένα στενόμακρο νησί, με κατεύθυνση από το βορρά προς το νότο, κατοικημένο ως επί το πλείστον στο νότιο τμήμα του. Έλεγξα την κλίμακα για να κρίνω το μέγεθός του. Είχε μήκος περίπου εξήντα χιλιόμετρα και πλάτος το πολύ είκοσι πέντε. Στο χάρτη της χώρας ήταν τοποθετημένο κάπου στο Nότιο Αιγαίο, ανάμεσα στην Κρήτη και τη Ρόδο. Ονομαζόταν Κάρπαθος.
Επιτέλους, είχα ανακαλύψει πού βρισκόμουν. Δεν υπήρχε άραγε κάποιος τρόπος να μάθω και ποιος ήμουν; Αν εγώ δεν είχα τη δυνατότητα να θυμηθώ, κάποιοι άλλοι την είχαν. Ο Φρανκ Τίτλερ, παραδείγματος χάριν, είχε αναφέρει στην παραλία ότι μόλις είχα φτάσει. Ίσως αν ρωτούσα τους γύρω ποιος είμαι, αν πήγαινα στην αστυνομία και τους διηγιόμουν την ιστορία μου κι έβρισκα ένα γιατρό να με βοηθήσει, να εγκατέλειπα δειλά δειλά την ανυπαρξία και να αποκτούσα ξανά τη θέση μου στον κόσμο. Ναι, που να πάρει, αυτό έπρεπε να κάνω. Ρωτώντας θα μάθαινα. Αλλά η αισιοδοξία μου δεν κράτησε και πολύ. Δεν είναι βλέπεις εύκολο για κάποιον ν' αρχίσει να ρωτά τους γύρω του ποιος είναι. Αλλά ίσως να υπήρχε ένας πιο διακριτικός τρόπος να γίνει αυτό. Ίσως αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν ν' αρχίσω να τριγυρνώ. Αργά ή γρήγορα, δείχνοντας το πρόσωπό μου, κάποιος θα με αναγνώριζε. Κάποιος θα με χαιρετούσε.
Δύο άτομα διέσχισαν τη ρεσεψιόν και τράβηξαν προς τα δωμάτιά τους. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αντάλλαξα ματιές με τον ρεσεψιονίστ. Το βλέμμα του ήταν το ίδιο αδιάφορο και μακρινό. Κανένα σημάδι αναγνώρισης. Ο Φρανκ Τίτλερ είχε πει πως ήμουν καινουργιοφερμένος. Καινούργιος για όλους εκεί. Και μέσα σ' όλους, δυστυχώς, περιλαμβανόταν και ο εαυτός μου. Ήμουν ξένος σε ξένο τόπο.
Το δωμάτιο δεκαοχτώ ήταν λιτό και μοντέρνο. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα, διέσχισα το μεγάλο δωμάτιο και τράβηξα στην άκρη τις κουρτίνες. Υπήρχε μια βεράντα μ' ένα τραπεζάκι και δύο αναπαυτικές καρέκλες. Η θέα στην παραλία ήταν πανοραμική. Αλλά ήταν μια άλλη θέα που με ενδιέφερε. Έτρεξα γρήγορα στο μπάνιο, άναψα το φως και παρατήρησα προσεκτικά τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Αντίκρισα το καλοσχηματισμένο πρόσωπο ενός άντρα γύρω στα τριάντα πέντε. Μελέτησα καλά και γι' αρκετή ώρα τα μάτια του. Στην αρχή υπήρξε η αμυδρή εντύπωση πως τα είχα ξαναδεί. Ύστερα ακολούθησε ένα είδος θύελλας στο κεφάλι μου, σαν μια θεόκλειστη πόρτα να είχε απότομα ανοίξει και το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά οικείο και αναμφίβολα δικό μου. Δεν υπήρχε λόγος να κοιτάζω άλλο καχύποπτα το πρόσωπο και το σώμα μου. Γνώριζα ήδη τα πάντα γι' αυτά. Όμως, δυστυχώς, οι άλλες πόρτες είχαν παραμείνει κλειστές. Εξακολουθούσα να μη γνωρίζω ποιος είμαι!
Ευτυχής που είχα πάρει μια ιδέα του εαυτού μου, αλλά εκνευρισμένος που αυτή η ιδέα ήταν απελπιστικά ελλιπής, άρχισα να ερευνώ σχολαστικά το δωμάτιο. Αν ποτέ ανακάλυπτα ποιος ήμουν ή αν έβρισκα κάποιο στοιχείο για το πώς και πού να συνεχίσω την αναζήτηση, όλα εξαρτιόνταν από το πόσο προσεκτικά θα ερευνούσα το δωμάτιό μου. Δεν έπρεπε να παραβλέψω τίποτε απολύτως.
Το δωμάτιο ήταν δίκλινο και το κρεβάτι στρωμένο. Υπήρχε ένα καθιστικό δίπλα στην πόρτα κι ένα τραπέζι καλλωπισμού με καθρέφτη στην άκρη. Ένα ρολόι χεριού κι ένα ασημένιο δαχτυλίδι ήταν αφημένα πάνω στο ένα κομοδίνο. Το ρολόι ήταν ένα Ωμέγα από ανοξείδωτο ατσάλι και μαύρο δερμάτινο λουρί. Το έβαλα στο χέρι μου. Η τσάκιση κι η φθορά πάνω στο λουρί ήταν ακριβώς στην τρύπα που είχα χρησιμοποιήσει βάζοντάς το. Πρέπει να ήταν δικό μου. Το δαχτυλίδι ταίριαζε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού μου χεριού. Ήταν ένα σφυρήλατο δαχτυλίδι, μάλλον πλατινένιο. Εξέτασα από κοντά τα δυο μου χέρια. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού μου χεριού είχε μια αδιόρατη λευκή γραμμή στο ελαφρά μαυρισμένο δέρμα μου. Μετέφερα το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού μου χεριού. Είχα βρει το σωστό σημείο.
Τα κομοδίνα ήταν άδεια. Ένα ακριβό βαλιτσάκι ήταν προσεκτικά τοποθετημένο πάνω στο τραπεζάκι καλλωπισμού. Έριξα μια ματιά μέσα. Ήταν ασφυκτικά γεμάτο με άπειρα καλλυντικά, σε σπρέι, σε κρέμα ή σε υγρή μορφή. Ήταν αδύνατον να προσθέσεις έστω και μια οδοντόβουρτσα, όσο κι αν προσπαθούσες.
Στη συνέχεια άνοιξα την ντουλάπα. Μακριές βραδινές τουαλέτες, διαποτισμένες με άρωμα, κρέμονταν επιβλητικές στο μεγαλύτερο μέρος της. Όμως, στην άκρη, υπήρχαν ρούχα αντρικά. Ένα τζιν με φαρδιά δερμάτινη ζώνη, ένα Φρεντ Πέρι, δύο μπλουζάκια Λακόστ, ένα μπουφάν Αρμάνι, ένα ριγέ γκριζόμαυρο πουκάμισο με κάποιο έμβλημα - όλα βαλμένα με τάξη. Οι τσέπες του τζιν ήταν άδειες. Παρατήρησα το έμβλημα. Διέκρινα πάνω του δύο βιβλία, ένα δέντρο, έναν κάστορα και κάτι λατινικά γράμματα μαζί με τον τίτλο «Πανεπιστήμιο του Τορόντο». Διατηρούσα ξεκάθαρες αναμνήσεις από κει, από παλαιά και νέα κτίρια σχολών, από εργαστήρια, αίθουσες διαλέξεων και εκτάσεις πράσινου. Όμως δεν είχα αναμνήσεις από συγκεκριμένα άτομα κι έτσι οι μνήμες είχαν μικρή αξία. Ίσως να είχα σπουδάσει εκεί, να είχα εργαστεί ή απλά να το είχα επισκεφθεί.
Υπήρχε ένα μαύρο σακίδιο Ντελσέ στο κάτω μέρος της ντουλάπας, αλλά ήταν άδειο. Έτσι ξαναγύρισα στο μπάνιο. Γλίστρησα τα γυμνά μου πόδια σ' ένα ζευγάρι μοκασίνια Σεμπάγκο, κι όταν διαπίστωσα πως ένιωθαν άνετα, τα άφησα μέσα. Μια ηλεκτρική ξυριστική μηχανή Μπράουν, ένα Μπούλγκαρι άφτερ-σέιβ και δίπλα μια μαλακή οδοντόβουρτσα και μια οδοντόκρεμα Κολγκέιτ σίγουρα ανήκαν σ' εμένα, έτσι καθώς ήταν όλα συγκεντρωμένα στο μαρμάρινο ράφι πάνω από το νιπτήρα.
Οι προσπάθειές μου να ανακαλύψω τον εαυτό μου μέσα σ' όλα αυτά τα αντικείμενα, επιβραβεύονταν. Υπήρχαν απτές αποδείξεις πως είχα υπάρξει πριν «το βατραχάκι γλιστρήσει». Όμως εκτός απ' αυτό και το γεγονός ότι ζούσα άνετα, ελάχιστα είχα ανακαλύψει που θα μπορούσαν να με βοηθήσουν πρακτικά. Οι επώνυμες φίρμες στα ρούχα μου και στα διάφορα αντικείμενα συνέθεταν έναν ανώνυμο άνθρωπο.
Βέβαια, είχα αφήσει τα πιο ελπιδοφόρα αντικείμενα, τις δύο βαλίτσες πάνω στο ράφι για τις αποσκευές, τελευταίες. Άνοιξα πρώτα τη δική της βαλίτσα. Ήξερα πως ήταν η δική της καθαρά από το μέγεθος - μονάχα ένα τέτοιο τέρας θα μπορούσε να χωρέσει όλα εκείνα τα φουστάνια που είχα δει στην ντουλάπα. Ήταν εντελώς άδεια εκτός από τη θήκη στο πλάι. Εκεί βρήκα μια άδεια οδήγησης, ένα αεροπορικό εισιτήριο και ένα φύλλο χαρτιού. Η μητέρα μου, αν ήταν μητέρα μου, είχε καναδική άδεια οδήγησης, που είχε εκδοθεί στο όνομα Μισέλ Μπέλνταμ, και είχε διεύθυνση κατοικίας στο Φόρεστ Χιλ του Τορόντο, στον Καναδά. Η αφαίρεση της ημερομηνίας γέννησης από την ημερομηνία έκδοσης της άδειας, την έκανε τουλάχιστον εξήντα ενός χρόνων. Μια ώριμη και ευκατάστατη γυναίκα. Τα εισιτήρια μαρτυρούσαν πως είχε πετάξει κατευθείαν από το Τορόντο στην Κάρπαθο και πως σκόπευε να φύγει για τη Συρία μια βδομάδα αργότερα. Διόρθωσα την ηλικία της και την έκανα εξήντα δύο, από την ημερομηνία του αεροπορικού εισιτηρίου, και κοίταξα το φύλλο χαρτιού. Ήταν μια απόδειξη για αντικείμενα αξίας που «είχαν δοθεί προς φύλαξη σε θυρίδα του ξενοδοχείου». Έβαλα και τα τρία εκεί που τα είχα βρει.
Η στιγμή να αποζημιωθώ είχε φτάσει. Γνώριζα ήδη τα πότε και τα πού και, παρόλο που αυτές οι πληροφορίες ελάχιστα είχαν πυροδοτήσει τη μνήμη μου, τουλάχιστον ήξερα πως είχα μια θέση στον κόσμο. Έτσι, όταν πλησίασα τη μαύρη Ντελσέ, που σίγουρα ήταν δική μου, τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Άνοιξα το ευρύχωρο διαμέρισμα για τα ρούχα. Περίμενα πως θα ήταν άδειο, μια και όλα μου τα ρούχα θα είχαν κρεμαστεί στην ντουλάπα, και πράγματι έτσι ήταν. Το ίδιο και το τμήμα των εσωρούχων. Όμως η μπροστινή θήκη είχε μέσα της πράγμα. Το έπιανα. Πήγα να τραβήξω το φερμουάρ. Δε μετακινιόταν. Το εμπόδιζε ένα λουκέτο με τριψήφιο συνδυασμό. Την ώρα που το κοίταζα, ο αριθμός 326 ήρθε και προσγειώθηκε στο κεφάλι μου απ' το πουθενά. Τον δοκίμασα και τράβηξα. Τίποτα. Δοκίμασα δυο-τρεις ακόμα τριψήφιους συνδυασμούς που μου ήρθαν στο νου. Το λουκέτο εξακολουθούσε να παραμένει κλειστό. Όπως φανέρωναν τα πράγματα, είχα μακρύ δρόμο μπροστά μου, αρχίζοντας από το 000. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως διψούσα και πως ήμουν ιδρωμένος. Είχα διασχίσει τη μισή απόσταση προς το ψυγείο για να πάρω μια κόκα, όταν η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Μισέλ.
Τη μισοαναγνώρισα από τη φωτογραφία στην άδεια οδήγησης, παρόλο που η απεικόνιση την αδικούσε. Αν και γνώριζα την ηλικία της, δεν έδειχνε ούτε μέρα πάνω από πενήντα. Ήταν μια λεπτή ωραία γυναίκα, ντυμένη με γούστο, μ' ένα ζευγάρι περιπαθή φλογερά μάτια.
Προτού κάποιος από τους δυο μας προλάβει να αρθρώσει κουβέντα, η «μητέρα» ήρθε και πολύ φυσικά με φίλησε στα χείλη με πάθος.


No comments:

Post a Comment